υψομέτρηση

υψομέτρηση
η, Ν
υψομετρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύψος + μετρώ. Η λ., στον λόγιο τ. ὑψομέτρησις, μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υψομέτρηση — η η υψομετρία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υψομετρία — η 1. η καταμέτρηση του ύψους ενός σημείου της γήινης επιφάνειας πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, προσδιορισμός του υψομέτρου ή του υψοδείχτη, η υψομέτρηση. 2. μέθοδος για τη μέτρηση και αναπαράσταση της ανάγλυφης όψης της επιφάνειας της γης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χωροστάθμηση — η η πράξη του χωροσταθμώ, η ανεύρεση του υψομέτρου σημείων της γης με ειδικά όργανα, η υψομέτρηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”